- σιδηρώνω
- σιδηρῶ, -όω, ΝΜΑ [σίδηρος](ενεργ. και παθ.) επικαλύπτω, περιβάλλω με σίδηρο («ἅμαξα σεσιδηρωμένη», πάπ.)νεοελλ.-μσν.(η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ σιδηρούμενοιμοναχοί τού 11ου και τού 12ου αιώνα οι οποίοι υπέβαλλαν τους εαυτούς τους σε σιδερένια δεσμά για άσκησημσν.1. εφοδιάζω κάποιον με σιδερένια όπλα2. μτφ. δυναμώνω, προσδίδω ισχύ, χαλυβδώνωμσν.-αρχ.βάζω κάποιον στην φυλακή, οδηγώ στα δεσμά.
Dictionary of Greek. 2013.